ὑπόλογον

ὑπόλογον
ὑπόλογος 1
held accountable
masc/fem acc sg
ὑπόλογος 1
held accountable
neut nom/voc/acc sg
ὑπόλογος 2
a taking into account
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπόλογος — η, ο / ὑπόλογος, ον, ΝΑ αυτός που είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για κάτι, υπεύθυνος σε κάτι ή για κάτι, υπαίτιος (α. «είναι υπόλογος ενώπιον τού έθνους» β.«μηδέν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενον», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”